- έπογκος
- ἔπογκος, -ον (Α)έγκυος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όγκος (< εν-εγκ-είν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (ογκ-) τού θ. *εγκ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔπογκον — ἔπογκος pregnant masc/fem acc sg ἔπογκος pregnant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek